3,277,367
edits
(20) |
mNo edit summary |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. κατηχήτρια (AM [[κατηχητής]]) [[κατηχώ]]<br />ο [[διδάσκαλος]] τών δογμάτων της χριστιανικής πίστεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο [[δόγμα]] ή σε μυστική [[ενέργεια]] ή [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[συστηματικός]] [[καθοδηγητής]] κάποιου σε μια [[θεωρία]] ή [[δοξασία]], με σκοπό τον προσηλυτισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[διδάσκαλος]], αυτός που δίδασκε με τον ήχο, [[κατά]] τον αρχαίο τρόπο, [[κατά]] τον οποίο ο διδάσκων υπαγόρευε [[κάτι]] και ο [[μαθητής]] το επαναλάμβανε [[ωσότου]] το μάθει ή το αποστηθίσει. | |mltxt=ο, θηλ. [[κατηχήτρια]] (AM [[κατηχητής]]) [[κατηχώ]]<br />ο [[διδάσκαλος]] τών δογμάτων της χριστιανικής πίστεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο [[δόγμα]] ή σε μυστική [[ενέργεια]] ή [[εταιρεία]]<br /><b>2.</b> [[συστηματικός]] [[καθοδηγητής]] κάποιου σε μια [[θεωρία]] ή [[δοξασία]], με σκοπό τον προσηλυτισμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[διδάσκαλος]], αυτός που δίδασκε με τον ήχο, [[κατά]] τον αρχαίο τρόπο, [[κατά]] τον οποίο ο διδάσκων υπαγόρευε [[κάτι]] και ο [[μαθητής]] το επαναλάμβανε [[ωσότου]] το μάθει ή το αποστηθίσει. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EN== | |||
Czech: katecheta; Danish: kateket; Dutch: catecheet, catechist; English: catechist; Esperanto: kateĥisto, katekizisto; Finnish: katekeetta; German: Katechet, Katechetin; Greek: κατηχητής; Indonesian: katekis; Italian: catechista; Latin: catēchista; Maori: katekita, kaikatikīhama; Polish: katecheta, katechetka; Portuguese: catequista; Romanian: catihet; Russian: катехиза́тор; Spanish: catequista; Swedish: kateket; Vilamovian: katachet |