κεκρατημένως: Difference between revisions

20
(6_6)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεκρᾰτημένως''': Ἐπίρρ., ([[κρατέω]]) σταθερῶς, [[ὡρισμένως]], «θετικῶς», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 42.
|lstext='''κεκρᾰτημένως''': Ἐπίρρ., ([[κρατέω]]) σταθερῶς, [[ὡρισμένως]], «θετικῶς», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 42.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεκρατημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά<br /><b>2.</b> θετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεκρατημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>κρατῶ</i> «[[εξουσιάζω]]»].
}}
}}