Anonymous

κεκρατημένως: Difference between revisions

From LSJ
2b
(20)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεκρατημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά<br /><b>2.</b> θετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεκρατημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>κρατῶ</i> «[[εξουσιάζω]]»].
|mltxt=[[κεκρατημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με εξουσιαστικό τρόπο, δυναμικά, έντονα, σθεναρά<br /><b>2.</b> θετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεκρατημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>κρατῶ</i> «[[εξουσιάζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''κεκρᾰτημένως:''' ярко, выразительно (ὑπογράφειν τι Sext.).
}}
}}