κερδητικός: Difference between revisions

20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερδητικός''': -ή, -όν, ἀπλήστως ἐπιδιώκων τὸ [[κέρδος]], Λατ. lucrosus, Γλωσσ.
|lstext='''κερδητικός''': -ή, -όν, ἀπλήστως ἐπιδιώκων τὸ [[κέρδος]], Λατ. lucrosus, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερδητικός]], -ή, -όν (Α) [[κερδαίνω]]<br />αυτός που επιδιώκει το [[κέρδος]] με [[απληστία]], [[φιλοκερδής]].
}}
}}