κιρσοειδής: Difference between revisions

20
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιρσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κιρσόν, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», Ἱππ. 451. 49, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφρ. σελ. 224.
|lstext='''κιρσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κιρσόν, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», Ἱππ. 451. 49, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφρ. σελ. 224.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κιρσοειδής]], -ές)<br />αυτός που [[είναι]] πρησμένος [[έτσι]] ώστε να μοιάζει με κιρσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιρσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}