κόρακος: Difference between revisions

21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>gén. sg. de</i> [[κόραξ]].
|btext=<i>gén. sg. de</i> [[κόραξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κόρακος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόρακοι</i><br />σκυθική [[λέξη]] [[αντί]] <i>φίλιοι δαίμονες</i> («κοράκους καλεῑσθαι, τοῡτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ [[ὥσπερ]] ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> <i>κοράξαι</i>, παρ. ρ. του [[κόραξ]] που μαρτυρείται μόνο στο απρμφ. αορ.].
}}
}}