κόρακος

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρᾰκος Medium diacritics: κόρακος Low diacritics: κόρακος Capitals: ΚΟΡΑΚΟΣ
Transliteration A: kórakos Transliteration B: korakos Transliteration C: korakos Beta Code: ko/rakos

English (LSJ)

ὁ, a plaster, Paul.Aeg.7.17.
II pl., Scythian for φίλιοι δαίμονες, Luc. Tox.7.

German (Pape)

[Seite 1484] ὁ, ein Fisch; Xenocrat. 12; Speusipp. bei Ath. III, 105 b, v.l. κόραξος. – Nach Luc. Tox. 7 in scythischer Sprache = φίλιοι δαίμονες.

French (Bailly abrégé)

gén. sg. de κόραξ.

Greek (Liddell-Scott)

κόρακος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Ξενοκρ. 12· ― ἐν Σπευσίππ. παρ’ Ἀθην. 105Β, ἀναγνωστέον κάραβον. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. Κόραξοι.

Greek Monolingual

κόρακος, ὁ (Α)
1. είδος εμπλάστρου
2. στον πληθ. οἱ κόρακοι
σκυθική λέξη αντί φίλιοι δαίμονες («κοράκους καλεῖσθαι, τοῦτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ ὥσπερ ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοράξαι, παρ. ρ. του κόραξ που μαρτυρείται μόνο στο απρμφ. αορ.].