κουρότερος: Difference between revisions

21
(Autenrieth)
(21)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=younger; as subst., Il. 4.316.
|auten=younger; as subst., Il. 4.316.
}}
{{grml
|mltxt=[[κουρότερος]], -έρα, -ον (Α) [[κούρος]]<br /><b>1.</b> [[νεώτερος]], νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως [[θετικός]] [[βαθμός]]) [[νέος]], [[κούρος]].
}}
}}