Anonymous

κουρότερος: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουρότερος]], -έρα, -ον (Α) [[κούρος]]<br /><b>1.</b> [[νεώτερος]], νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως [[θετικός]] [[βαθμός]]) [[νέος]], [[κούρος]].
|mltxt=[[κουρότερος]], -έρα, -ον (Α) [[κούρος]]<br /><b>1.</b> [[νεώτερος]], νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως [[θετικός]] [[βαθμός]]) [[νέος]], [[κούρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κουρότερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[κοῦρος]], νεότερος, περισσότερο [[νέος]], σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[θετικός]].
}}
}}