κρεάγρευτος: Difference between revisions

21
(6_16)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεάγρευτος''': -ον, ἀποσπῶν τὸ [[κρέας]], τὴν σάρκα, κρεαγρεύτους πέτρας, «τὰς σκληρὰς καὶ ἐν τῷ ἅπτεσθαι ἀφαιρούσας κρέατα πέτρας» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 759· κοινῶς, κρεάγραπτος.
|lstext='''κρεάγρευτος''': -ον, ἀποσπῶν τὸ [[κρέας]], τὴν σάρκα, κρεαγρεύτους πέτρας, «τὰς σκληρὰς καὶ ἐν τῷ ἅπτεσθαι ἀφαιρούσας κρέατα πέτρας» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 759· κοινῶς, κρεάγραπτος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρεάγρευτος]], -ον (Α)<br />(για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγρευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρεύω]] «[[συλλαμβάνω]]»].
}}
}}