κρεάγρευτος

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεάγρευτος Medium diacritics: κρεάγρευτος Low diacritics: κρεάγρευτος Capitals: ΚΡΕΑΓΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: kreágreutos Transliteration B: kreagreutos Transliteration C: kreagreftos Beta Code: krea/greutos

English (LSJ)

κρεάγρευτον, tearing off the flesh, Lyc.759.

Greek (Liddell-Scott)

κρεάγρευτος: -ον, ἀποσπῶν τὸ κρέας, τὴν σάρκα, κρεαγρεύτους πέτρας, «τὰς σκληρὰς καὶ ἐν τῷ ἅπτεσθαι ἀφαιρούσας κρέατα πέτρας» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 759· κοινῶς, κρεάγραπτος.

Greek Monolingual

κρεάγρευτος, -ον (Α)
(για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + ἀγρευτός < ἀγρεύω «συλλαμβάνω»].

German (Pape)

das Fleisch fortnehmend, abreißend, πέτραι Lycophr. 759, v.l. κρεάγραπτος.