κρᾶμα: Difference between revisions

995 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> mélange, mixtion;<br /><b>2</b> vin trempé.<br />'''Étymologie:''' R. Κρα de Καρ, cf. [[κρατήρ]] et [[κεράννυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> mélange, mixtion;<br /><b>2</b> vin trempé.<br />'''Étymologie:''' R. Κρα de Καρ, cf. [[κρατήρ]] et [[κεράννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α κρᾱμα, -άματος)<br /><b>1.</b> [[μίγμα]], [[ένωση]] δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)<br /><b>2.</b> μεταλλικό [[προϊόν]] που προκύπτει από την [[ενσωμάτωση]] ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα [[μέταλλο]] (α. «[[κράμα]] χρυσού και αργύρου» β.«ἥ προσλαβοῡσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾱμα, ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῡσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνθεση]] ανθρώπινων ιδιοτήτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρα</i>- του [[κεράννυμι]], <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>].
}}
}}