κυανοπλόκαμος: Difference between revisions

22
(6_17)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰνοπλόκαμος''': -ον, ἔχων μέλανας πλοκάμους, μέλαιναν κόμην, Κόϊντ. Σμ. 5. 345.
|lstext='''κυᾰνοπλόκαμος''': -ον, ἔχων μέλανας πλοκάμους, μέλαιναν κόμην, Κόϊντ. Σμ. 5. 345.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] «[[βόστρυχος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιο</i>-[[πλόκαμος]], <i>σταχυο</i>-[[πλόκαμος]])].
}}
}}