Anonymous

κυανοπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(22)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] «[[βόστρυχος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιο</i>-[[πλόκαμος]], <i>σταχυο</i>-[[πλόκαμος]])].
|mltxt=[[κυανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] «[[βόστρυχος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιο</i>-[[πλόκαμος]], <i>σταχυο</i>-[[πλόκαμος]])].
}}
{{elnl
|elnltext=κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] met donkere lokken.
}}
}}