3,270,647
edits
(6_11) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠλιστικός''': -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81. | |lstext='''κῠλιστικός''': -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυλιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ασκηθεί στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κυλιστικός]]<br />ο [[παλαιστής]] που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του [[κυλιόμενος]] στο [[έδαφος]]. | |||
}} | }} |