κυλιστικός
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
κυλιστική, κυλιστικόν, practised in rolling: Subst. κ., ὁ, wrestler, who struggles on while rolling in the dust, Sch.Pi.I.4.81.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλιστικός: -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81.
Greek Monolingual
κυλιστικός, -ή, -όν (Α) κυλίνδω
1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστικός
ο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος.
German (Pape)
zum Wälzen gehörig; ὁ κυλ. heißt der Ringer, der im Begen und Wälzen den Gegner überwindet, Schol. Pind. 4.81. Vgl. κύλισις.