κυβιστητήρ: Difference between revisions

22
(Autenrieth)
(22)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[ῆρος]]: [[tumbler]]; [[diver]], Il. 16.750.
|auten=[[ῆρος]]: [[tumbler]]; [[diver]], Il. 16.750.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυβιστητήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κυβιστώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[κυβίστηση]], ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]] και [[χορευτής]] που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δύτης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]] («ἡμῶν τ' ἐς [[οὖδας]] εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», <b>Νόνν.</b>).
}}
}}