3,276,318
edits
(Autenrieth) |
(22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[ῆρος]]: [[tumbler]]; [[diver]], Il. 16.750. | |auten=[[ῆρος]]: [[tumbler]]; [[diver]], Il. 16.750. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυβιστητήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κυβιστώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[κυβίστηση]], ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]] και [[χορευτής]] που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δύτης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]] («ἡμῶν τ' ἐς [[οὖδας]] εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», <b>Νόνν.</b>). | |||
}} | }} |