3,273,735
edits
(6_14) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύνδᾰλος''': ὁ, [[ξύλινος]] [[ἧλος]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120. | |lstext='''κύνδᾰλος''': ὁ, [[ξύλινος]] [[ἧλος]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κίνδαλος]], ο (Α [[κύνδαλος]], πληθ. και τὰ κύνδαλα)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] ή [[σιδερένιος]] [[πάσσαλος]], [[παλούκι]], με το οποίο φράζεται μια [[τρύπα]] ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου<br /><b>2.</b> [[σφήνα]], [[έμβολο]], [[γόμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |