κωλυσιεργός: Difference between revisions

22
(6_17)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωλῡσιεργός''': -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.
|lstext='''κωλῡσιεργός''': -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.
}}
{{grml
|mltxt=-ό(ν) (Α [[κωλυσιεργός]], -όν)<br />αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη [[συντέλεση]] ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει [[κωλυσιεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>ανεν</i>-<i>εργός</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}