κωλυσιεργός
From LSJ
English (LSJ)
κωλυσιεργόν, hindering from work, τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.Protr.21. κβ.
German (Pape)
[Seite 1543] die Arbeit hindernd, störend, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡσιεργός: -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.
Greek Monolingual
-ό(ν) (Α κωλυσιεργός, -όν)
αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσις) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθοεργός, ανενεργός. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.