μνημονευτός: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on se souvient.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]].
|btext=ή, όν :<br />dont on se souvient.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μνημονευτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[μνημονεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά μνημονευτά</i><br />όσα [[είναι]] δυνατόν να θυμάται [[κανείς]], τα αντικείμενα μνήμης.
}}
}}