μνημονευτός
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
μνημονευτή, μνημονευτόν, that can be remembered: τὰ μ. objects of memory, Arist.Rh.1367a24, 1370b1, Mem.449b9,450a24.
German (Pape)
[Seite 194] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on se souvient.
Étymologie: μνημονεύω.
Russian (Dvoretsky)
μνημονευτός: удерживаемый в памяти, запоминающийся или вспоминаемый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μνημονευτός: -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.
Greek Monolingual
μνημονευτός, -ή, -όν (Α)
μνημονεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά
όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης.
Greek Monotonic
μνημονευτός: -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.
Middle Liddell
μνημονευτός, ή, όν
that can be or ought to be remembered, Arist. [from μνημονεύω