3,274,921
edits
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιχότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς τρόπους ἢ τὴν διάθεσιν μοιχοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 392. | |lstext='''μοιχότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς τρόπους ἢ τὴν διάθεσιν μοιχοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 392. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοιχότροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ήθη και [[συμπεριφορά]] μοιχού ή [[διάθεση]] για [[μοιχεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]]. | |||
}} | }} |