Anonymous

μοιχότροπος: Difference between revisions

From LSJ
3
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοιχότροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ήθη και [[συμπεριφορά]] μοιχού ή [[διάθεση]] για [[μοιχεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]].
|mltxt=[[μοιχότροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ήθη και [[συμπεριφορά]] μοιχού ή [[διάθεση]] για [[μοιχεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοιχότροπος:''' распутный, развратный Arph.
}}
}}