3,258,212
edits
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui rue.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui rue.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[λακτιστής]]) [[λακτίζω]]<br />(για ζώο) αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] ή την [[ιδιότητα]] να κλοτσά ή να ποδοπατά, [[τσινιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληνοῡ [[λακτιστής]]» — αυτός που πατάει σταφύλια στο [[πατητήρι]]. | |||
}} | }} |