Anonymous

λακτιστής: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui rue.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui rue.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λακτιστής]]) [[λακτίζω]]<br />(για ζώο) αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] ή την [[ιδιότητα]] να κλοτσά ή να ποδοπατά, [[τσινιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληνοῡ [[λακτιστής]]» — αυτός που πατάει σταφύλια στο [[πατητήρι]].
}}
}}