λεόντειος: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]].
|btext=α, ον :<br />de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[λεόντειος]], -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λιοντάρι]], [[λιονταρήσιος]] («[[δέρμα]] λεόντειον», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («[[λεόντειος]] [[σχολή]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λεόντειος]] [[εταιρεία]]» — [[εταιρεία]] της οποίας [[ένας]] ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες<br />β) «λεόντειο [[προσωπείο]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[λεοντίαση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λεόντειος]] πόα» — το [[φυτό]] [[οροβάγχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λεοντεία]]<br />α) [[λεοντή]]<br />β) (εσφ. ανάγν.) [[αγριότητα]], [[θηριωδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέων]], -<i>οντος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειος</i>. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. <i>rewotejo</i>].
}}
}}