Anonymous

λεόντειος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεόντειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, [[δύναμις]] Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ [[λεόντειος]] πόα = [[ὀροβάγχη]], Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.
|lstext='''λεόντειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, [[δύναμις]] Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ [[λεόντειος]] πόα = [[ὀροβάγχη]], Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]].
}}
}}