λημώδης: Difference between revisions

23
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λημώδης''': -ές, ([[λήμη]], [[εἶδος]]) [[πλήρης]] λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.
|lstext='''λημώδης''': -ές, ([[λήμη]], [[εἶδος]]) [[πλήρης]] λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λημώδης]], -ώδες) [[λήμη]]<br />[[γεμάτος]] λήμες, τσιμπλιασμένος, [[τσιμπλιάρης]].
}}
}}