λοξός: Difference between revisions

3,709 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />oblique, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui est de travers, incliné de gauche à droite <i>ou</i> de droite à gauche;<br /><b>2</b> <i>fig. en parl.</i> d’oracles (<i>cf.</i> [[Λοξίας]]) : louche, équivoque ; λοξὰ ἀποκρίνεσθαι LUC faire une réponse louche.<br />'''Étymologie:''' R. Λεχ, être de travers, être oblique ; cf. [[λέχριος]], <i>lat.</i> luscus, limus.
|btext=ή, όν :<br />oblique, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui est de travers, incliné de gauche à droite <i>ou</i> de droite à gauche;<br /><b>2</b> <i>fig. en parl.</i> d’oracles (<i>cf.</i> [[Λοξίας]]) : louche, équivoque ; λοξὰ ἀποκρίνεσθαι LUC faire une réponse louche.<br />'''Étymologie:''' R. Λεχ, être de travers, être oblique ; cf. [[λέχριος]], <i>lat.</i> luscus, limus.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λοξός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο μη [[ευθύς]], αυτός που σχηματίζει [[οξεία]] [[γωνία]] [[προς]] την [[ευθεία]], [[πλάγιος]] (α. «ο [[δρόμος]] αυτός [[είναι]] [[λοξός]] [[προς]] τον κεντρικό» β. «λοξὸς [[κύκλος]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λοξὴ [[φάλαγξ]]», Ασκληπιόδ.)<br /><b>2.</b> (για [[βλέμμα]]) α) [[κακός]], [[φθονερός]] («λοξὸν ὀφθαλμοῑς ὁρᾱν», Σόλ.)<br />β) [[πονηρός]], [[κρυφός]] («μού έριχνε [[συνέχεια]] λοξές ματιές»)<br />γ) [[άγριος]], [[απειλητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει λόξες, [[στρυφνός]], [[ανισόρροπος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λοξόν</i><br />[[αμφισημία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσπιστος]], ύποπτος<br /><b>2.</b> (για λόγο, χρησμό <b>κ.λπ.</b>) [[αμφίβολος]], [[ασαφής]] («λοξὰ καὶ ἐπαμφοτερίζοντα πρὸς ἑκάτερον τῆς ἐρωτήσεως ἀποκρινόμενος», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λοξώς]] και -<i>ά</i> (AM λοξῶς, Μ και [[λοξά]])<br />με λοξό τρόπο, πλαγίως<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />στραβά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] (<i>ē</i>)<i>l</i>-<i>ē</i><i>q</i>- της ΙΕ ρίζας <i>el</i>- / <i>el</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>l</i><i>ē</i><i>i</i> «[[κάμπτω]]» και συνδέεται με ορισμένα ονόματα που δηλώνουν κεκαμμένα μέρη του σώματος, όπως [[είναι]] ο [[αγκώνας]] (λιθουαν. <i>alkune</i>, αρχ. σλαβ. <i>lakuti</i>, ρωσ. <i>lokotĭ</i>), [[καθώς]] και με το [[λέχριος]] «κεκλιμένος». Το [[επίθημα]] -<i>σος</i> απαντά σε [[πολλά]] επίθ., όπως στα [[καμψός]], [[ρυσός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> ([[λοξεύω]], [[λοξότης]], <i>λοξώ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[Λοξίας]], [[λοξικός]], [[λοξίν]], [[λόξις]], [[Λοξώ]], [[λοξώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λόξας</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λοξοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοξόβαμος]], [[λοξοβάμων]], [[λοξοβάτης]], [[λοξοβλεπτώ]], [[λοξοκέλευθος]], [[λοξοπεριπάτητος]], [[λοξοπολώ]], [[λοξόπορος]], [[λοξοπορώ]], [[λοξοτρόχις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λοξόφθαλμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λοξοδρόμος]], [[λοξοεργώ]], [[λοξοκίνητος]], [[λοξονοώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λοξοβάλλω]], [[λοξοβλέπω]], [[λοξοδρομώ]], [[λοξοδρομία]], [[λοξοδρομικός]], [[λοξόδρομος]], [[λοξοδρομώ]], [[λοξοκοιτάζω]], [[λοξοτέμνω]], [[λοξότμηση]], [[λοξότμητος]], [[λοξοτομία]], [[λοξοτομώ]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμφίλοξος</i>, [[αντίλοξος]], [[ορθόλοξος]], [[υπόλοξος]]].
}}
}}