λιμνοσώματος: Difference between revisions

23
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμνοσώμᾰτος''': -ον, ἔχων τὸ [[σῶμα]] ἐντὸς λίμνης ἢ ἕλους, λ. ἐγχέλεις, ἴδε [[λειοσώματος]].
|lstext='''λιμνοσώμᾰτος''': -ον, ἔχων τὸ [[σῶμα]] ἐντὸς λίμνης ἢ ἕλους, λ. ἐγχέλεις, ἴδε [[λειοσώματος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμνοσώματος]], -ον (Α)<br />(για [[ψάρι]]) αυτός που ζει [[μέσα]] σε λίμνες.
}}
}}