λιμνοσώματος

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνοσώμᾰτος Medium diacritics: λιμνοσώματος Low diacritics: λιμνοσώματος Capitals: ΛΙΜΝΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: limnosṓmatos Transliteration B: limnosōmatos Transliteration C: limnosomatos Beta Code: limnosw/matos

English (LSJ)

λιμνοσώματον, marsh-bodied, ἐγχέλεις Eub.37 (s. v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοσώμᾰτος: -ον, ἔχων τὸ σῶμα ἐντὸς λίμνης ἢ ἕλους, λ. ἐγχέλεις, ἴδε λειοσώματος.

Greek Monolingual

λιμνοσώματος, -ον (Α)
(για ψάρι) αυτός που ζει μέσα σε λίμνες.