λούτριον: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />eau sale d’un bain.<br />'''Étymologie:''' [[λουτρόν]].
|btext=ου (τό) :<br />eau sale d’un bain.<br />'''Étymologie:''' [[λουτρόν]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λούτριον]], τὸ (Α) [[λουτρόν]]<br />το [[νερό]] που χρησιμοποιήθηκε για [[πλύσιμο]] κάποιου («δεὸς μὴ ἐν λουτρίῳ ἀπολουσώμεθα», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}