Anonymous

λούτριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λούτριον''': τό, [[ὕδωρ]] χρησιμεῦσαν εἰς λοῦσιν, [[ἀπόλουμα]], [[ἀπόλουτρον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1401, Ἀποσπ. 290, Λουκ. Λεξιφ. 4.
|lstext='''λούτριον''': τό, [[ὕδωρ]] χρησιμεῦσαν εἰς λοῦσιν, [[ἀπόλουμα]], [[ἀπόλουτρον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1401, Ἀποσπ. 290, Λουκ. Λεξιφ. 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />eau sale d’un bain.<br />'''Étymologie:''' [[λουτρόν]].
}}
}}