λύγδος: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />marbre blanc.<br />'''Étymologie:''' R. Λυκ, briller.
|btext=ου (ἡ) :<br />marbre blanc.<br />'''Étymologie:''' R. Λυκ, briller.
}}
{{grml
|mltxt=[[λύγδος]], ἡ (Α)<br />[[λευκό]] [[μάρμαρο]], λευκή, στιλπνή [[πέτρα]] («[[διόπερ]] [[οὔτε]] ἡ Παρία [[λύγδος]], οὔτ' ἄλλη θαυμαζομένη [[πέτρα]] τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. -<i>δος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μόλυβ</i>-<i>δος</i>, <i>κίβ</i>-<i>δος</i>) και συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>λευκού</i>].
}}
}}