Anonymous

λύγδος: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λύγδος]], ἡ (Α)<br />[[λευκό]] [[μάρμαρο]], λευκή, στιλπνή [[πέτρα]] («[[διόπερ]] [[οὔτε]] ἡ Παρία [[λύγδος]], οὔτ' ἄλλη θαυμαζομένη [[πέτρα]] τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. -<i>δος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μόλυβ</i>-<i>δος</i>, <i>κίβ</i>-<i>δος</i>) και συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>λευκού</i>].
|mltxt=[[λύγδος]], ἡ (Α)<br />[[λευκό]] [[μάρμαρο]], λευκή, στιλπνή [[πέτρα]] («[[διόπερ]] [[οὔτε]] ἡ Παρία [[λύγδος]], οὔτ' ἄλλη θαυμαζομένη [[πέτρα]] τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. -<i>δος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μόλυβ</i>-<i>δος</i>, <i>κίβ</i>-<i>δος</i>) και συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>λευκού</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λύγδος:''' ἡ, [[λευκό]] [[μάρμαρο]], σε Ανθ.
}}
}}