λυκοφόρος: Difference between revisions

23
(6_19)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκοφόρος''': -ον, φέρων ὡς [[ἔγκαυμα]] [[σημεῖον]] λύκου, πρβλ. λυκοσπὰς ΙΙ.
|lstext='''λῠκοφόρος''': -ον, φέρων ὡς [[ἔγκαυμα]] [[σημεῖον]] λύκου, πρβλ. λυκοσπὰς ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυκοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο [[δέρμα]] του [[σήμα]] λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}