λυκοφόρος

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοφόρος Medium diacritics: λυκοφόρος Low diacritics: λυκοφόρος Capitals: ΛΥΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lykophóros Transliteration B: lykophoros Transliteration C: lykoforos Beta Code: lukofo/ros

English (LSJ)

λυκοφόρον, branded with the mark of a wolf, name of a swift breed of Venetian horses (cf. λυκοσπάς ΙΙ), Str.5.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοφόρος: -ον, φέρων ὡς ἔγκαυμα σημεῖον λύκου, πρβλ. λυκοσπὰς ΙΙ.

Greek Monolingual

λυκοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο δέρμα του σήμα λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φόρος (< φέρω)].

German (Pape)

einen Wolf als eingebranntes Zeichen tragend, Strabo V p. 215.