ματαιοποιός: Difference between revisions

24
(6_18)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F.
|lstext='''μᾰταιοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιοποιός]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει ανοησίες ή απερισκεψίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}