3,271,289
edits
(6_18) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰταιοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F. | |lstext='''μᾰταιοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ματαιοποιός]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει ανοησίες ή απερισκεψίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |