3,274,917
edits
(6_16) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνοποιός''': -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων. | |lstext='''μελᾰνοποιός''': -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελανοποιός]], -όν (Α) [[μέλας]], -<i>ανος</i>]<br />[[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. <i>μελαινάων</i>) αυτός που καθιστά [[κάτι]] μαύρο, που μαυρίζει [[κάτι]]. | |||
}} | }} |