Anonymous

μελανοποιός: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνοποιός''': -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.
|lstext='''μελᾰνοποιός''': -όν, «μαυρίζων», Ἠσήχ. ἐν λέξ. μελαινάων.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανοποιός]], -όν (Α) [[μέλας]], -<i>ανος</i>]<br />[[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. <i>μελαινάων</i>) αυτός που καθιστά [[κάτι]] μαύρο, που μαυρίζει [[κάτι]].
}}
}}