μεμπτός: Difference between revisions

24
(SL_2)
(24)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεμπτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[contemptible]] [[οὔτε]] τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. [[τῶν]] ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.
|sltr=[[μεμπτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[contemptible]] [[οὔτε]] τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. [[τῶν]] ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεμπτός]], -ή, -όν) [[μέμφομαι]]<br />[[άξιος]] μομφής, αξιοκατάκριτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαταφρόνητος]] («[[καίτοι]] οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ [[τῇδε]] τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς [[εἰμί]], [[κάρτα]] [[μαίνομαι]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεμπτώς</i> και -ά (Α μεμπτῶς)<br />με αξιόμεμπτο τρόπο.
}}
}}