Anonymous

μεμπτός: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεμπτός]], -ή, -όν) [[μέμφομαι]]<br />[[άξιος]] μομφής, αξιοκατάκριτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαταφρόνητος]] («[[καίτοι]] οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ [[τῇδε]] τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς [[εἰμί]], [[κάρτα]] [[μαίνομαι]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεμπτώς</i> και -ά (Α μεμπτῶς)<br />με αξιόμεμπτο τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεμπτός]], -ή, -όν) [[μέμφομαι]]<br />[[άξιος]] μομφής, αξιοκατάκριτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαταφρόνητος]] («[[καίτοι]] οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ [[τῇδε]] τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς [[εἰμί]], [[κάρτα]] [[μαίνομαι]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεμπτώς</i> και -ά (Α μεμπτῶς)<br />με αξιόμεμπτο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. <i>μεμπτότερος</i>, σε Θουκ.· οὐ [[μεμπτός]], δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. [[μεμπτῶς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει [[κατηγορία]] σε κάποιον, <i>τινι</i>, σε Σοφ.· όπου το [[μεμπτός]] είναι θηλ. αντί <i>-τή</i>.
}}
}}