μεριστικός: Difference between revisions

24
(6_11)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν.
|lstext='''μεριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεριστικός]], -ή, -όν) [[μεριστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερισμό<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διαιρεί, να μοιράζει.
}}
}}