3,277,121
edits
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν. | |lstext='''μεριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεριστικός]], -ή, -όν) [[μεριστός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερισμό<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διαιρεί, να μοιράζει. | |||
}} | }} |