3,254,030
edits
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>épq.</i> [[μέσσαυλος]];<br />ος, ον :<br />situé dans la cour du milieu, entre les bâtiments ; <i>subst.</i><br /><b>I.</b> ὁ [[μέσαυλος]] <i>ou</i> τὸ [[μέσαυλον]];<br /><b>1</b> cour intérieure où se trouvaient les portes donnant accès à l’appartement des hommes et à celui des femmes, <i>p. ext.</i> habitation <i>en gén.</i><br /><b>2</b> étable dans la cour intérieure;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> repaire d’une bête sauvage ; antre de Cyclope;<br /><b>II.</b> ἡ [[μέσαυλος]] [[θύρα]] EUR porte de la cour intérieure donnant accès aux appartements d’hommes et de femmes.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[αὐλή]]. | |btext=<i>épq.</i> [[μέσσαυλος]];<br />ος, ον :<br />situé dans la cour du milieu, entre les bâtiments ; <i>subst.</i><br /><b>I.</b> ὁ [[μέσαυλος]] <i>ou</i> τὸ [[μέσαυλον]];<br /><b>1</b> cour intérieure où se trouvaient les portes donnant accès à l’appartement des hommes et à celui des femmes, <i>p. ext.</i> habitation <i>en gén.</i><br /><b>2</b> étable dans la cour intérieure;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> repaire d’une bête sauvage ; antre de Cyclope;<br /><b>II.</b> ἡ [[μέσαυλος]] [[θύρα]] EUR porte de la cour intérieure donnant accès aux appartements d’hommes et de femmes.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[αὐλή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μέσαυλος]], -ον (ΑM, Α επικ. τ. [[μέσσαυλος]], -ον, αττ. τ. [[μέταυλος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μέταυλος]]<br />(ενν. [[θύρα]]) πόρτα [[μεταξύ]] της αυλής και του εσωτερικού τμήματος του σπιτιού η οποία οδηγούσε από την [[αυλή]] [[προς]] τα δωμάτια τών [[γυναικών]] ή πολύ [[συχνά]] μέσω αυτής επικοινωνούσαν τα δωμάτια τών [[ανδρών]] με τους γυναικωνίτες<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[μέσαυλος]], <i>τὸ [[μέσαυλον]]<br />εσωτερική [[αυλή]] που βρισκόταν [[πίσω]] ή [[μέσα]] στην [[κυρίως]] [[αυλή]] και όπου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας έκλειναν τα ζώα για μεγαλύτερη [[ασφάλεια]], [[περίβολος]], [[μάνδρα]] («λέοντα βοῶν ἀπὸ μεσσαύλοιο ἐσσεύαντο κύνες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (λ. που σχηματίστηκε από ολόκληρη [[φράση]]) από τη [[φράση]] <i>τὸ μέσ</i>(<i>σ</i>)<i>ον αὐλῆς</i> ή <i>ἐν μέσ</i>(<i>σ</i>)<i>ῳ</i> αὐλῆς. Ο τ. [[μέσαυλος]] σε [[σύγκριση]] με τον αττ. τ. [[μέταυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐλή]]) [[είναι]] [[σπάνιος]] και θεωρείται [[μεταγενέστερος]] (για τη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στα συνθετικά <i>μεσο</i>- και [[μετά]]-<b>[[πρβλ]].</b> και <i>μεσαίχμιο</i> - <i>μεταίχμιον</i>)]. | |||
}} | }} |