μεταπράτης: Difference between revisions

25
(6_3)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ εἰς μικρὰς ποσότητας πωλῶν, Σουΐδ.· [[ὡσαύτως]] [[παλιμπράτης]].
|lstext='''μεταπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ εἰς μικρὰς ποσότητας πωλῶν, Σουΐδ.· [[ὡσαύτως]] [[παλιμπράτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μεταπράτης]]) [[μεταπιπράσκω]]<br /><b>1.</b> λειανοπωλητής<br /><b>2.</b> [[μεταπωλητής]] («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών»).
}}
}}