3,274,216
edits
(6_3) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ εἰς μικρὰς ποσότητας πωλῶν, Σουΐδ.· [[ὡσαύτως]] [[παλιμπράτης]]. | |lstext='''μεταπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ εἰς μικρὰς ποσότητας πωλῶν, Σουΐδ.· [[ὡσαύτως]] [[παλιμπράτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μεταπράτης]]) [[μεταπιπράσκω]]<br /><b>1.</b> λειανοπωλητής<br /><b>2.</b> [[μεταπωλητής]] («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών»). | |||
}} | }} |