μήκιστος: Difference between revisions

25
(Autenrieth)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=tallest; as adv., μήκιστα, [[finally]], Od. 5.299.
|auten=tallest; as adv., μήκιστα, [[finally]], Od. 5.299.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μήκιστος]], -ίστη, -ον, Α δωρ. τ. [[μάκιστος]], -ίστη, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά [[χώρα]] [[μέχρι]] τις μαστοειδείς αποφύσεις του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[υψηλός]] στο [[ανάστημα]] («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε [[ζείδωρος]] [[ἄρουρα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]], [[μέγιστος]] («μήκιστον τεράων», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> αυτός που διαρκεί [[πάρα]] πολύ, μακρότατος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μήκιστον</i><br />η μακρότατη [[ηλικία]] του ανθρώπου («ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) α) επί πολύ μακρό χρόνο («περιέγραψαν μὴ [[πλείω]] βιῶναι τὸ μήκιστον ἐτῶν ἑκατὸν ἄνθρωπον [[ὄντα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) όσο το δυνατό [[μακριά]], σε πολύ [[μεγάλη]] [[απόσταση]] («oἱ τοὺς ἐχθροὺς μήκιστον ἀπελαύνοντες μᾱλλον τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾱσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (στον Όμ. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) επιτέλους, εν τέλει, στο [[τέλος]] («τί νύ μοι μήκιστα γένηται», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. τ. του επιθ. [[μακρός]] με θ. <i>μᾱκ</i>- / <i>μηκ</i>-, κατ' [[επίδραση]] του [[μῆκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[μακρός]])].
}}
}}